- τσιγαρόχαρτο
- και λόγιος τ. σιγαρόχαρτο(ν), το, Νπολύ λεπτό χαρτί στο οποίο τυλίγεται ο καπνός τών τσιγάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιγάρο / σιγάρο(ν) + χαρτί. Ο τ. σιγαρόχαρτον μαρτυρείται από το 1884 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγαρόχαρτο — το 1. πολύ λεπτό χαρτί κομμένο σε μικρά ορθογώνια φύλλα, στα οποία τυλίγεται, «στρίβεται» ο καπνός των τσιγαρέτων. 2. πολύ λεπτό χαρτί για τετράδια ή βιβλία ταυτόχρονης αντιγραφής (πατιτούρας) ή για περιτύλιξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πούρο — Τσιγάρο χωρίς τσιγαρόχαρτο. Aποτελείται από περιτυλιγμένα φύλλα καπνού, σε κυλινδρικό σχήμα, που καταλήγει σε κωνοειδή άκρα. Η ποιότητα του π. εξαρτάται κυρίως από το φύλλο που αποτελεί το περικάλυμμα και που διαποτίζει όλο το π. με το άρωμά του … Dictionary of Greek
σιγαρόχαρτο — το, Ν βλ. τσιγαρόχαρτο … Dictionary of Greek
τράπουλα — Η καταγωγή της τ. είναι αβέβαιη, γιατί οι παραδόσεις κατά τις οποίες τα τραπουλόχαρτα εφευρέθηκαν στην Ινδία ή στην Κίνα δεν στηρίζονται σε βέβαιες μαρτυρίες. Οπωσδήποτε όμως είναι βέβαιο πως η τ. δεν είναι ευρωπαϊκή εφεύρεση. Λέγεται ότι στην… … Dictionary of Greek
πούρο — το (λ. ιταλ.), τσιγάρο καμωμένο με τυλιγμένα φύλλα εκλεκτής ποιότητας καπνού, χωρίς τσιγαρόχαρτο: Πούρα Αβάνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγαρέτο — το (λ. ιταλ.), μικρός κύλινδρος από τσιγαρόχαρτο γεμάτος ψιλοκομμένο καπνό, το τσιγάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)